δημοφθόρος
English (LSJ)
ον,
A ruining the people, f.l. for θυμο-, Callistr.Stat.14.
German (Pape)
[Seite 565] das Volk verderbend, Callistr. stat. 14.
Greek (Liddell-Scott)
δημοφθόρος: -ον, ὁ τὸν λαὸν φθείρων, καταστρέφων, Καλλίστρ. Ἀγαλμ. 14.
Spanish (DGE)
-ον
destructor del pueblo τοῖς ἐξ Ἐρινύων δείμασιν δημοφθόροις Callistr.14.1 (cód.).