διμάχαιρος
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A with two swords, of gladiators, Artem.2.32.
Greek (Liddell-Scott)
διμάχαιρος: [ᾰ], -ον, ὁ δύο ἔχων ξίφη, Ἀρτεμίδ. 2. 33.
Spanish (DGE)
-ον
que lucha con dos espadasde ciertos gladiadores, Artem.2.32, CIL 13.1997 (Lyon).
Greek Monolingual
διμάχαιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυο μαχαίρια.