διγόνατος

Revision as of 15:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with two joints, κλωνία Dsc.4.189.

German (Pape)

[Seite 615] mit zwei Knoten, Gelenken.

Spanish (DGE)

-ον con dos junturas κλωνία Dsc.4.189.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
(για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και επομένως δύο στόμια εκροής ή εισροής
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους.