διϊσχυριείω
English (LSJ)
A wish or mean to affirm, Hp.Art.1.
Spanish (DGE)
afirmar rotundamente οὐ μέντοι διϊσχυριείω ... εἰ ὀλισθάνοι ἂν ἢ οὔ Hp.Art.1.
A wish or mean to affirm, Hp.Art.1.
afirmar rotundamente οὐ μέντοι διϊσχυριείω ... εἰ ὀλισθάνοι ἂν ἢ οὔ Hp.Art.1.