δακτυλιαῖος

Revision as of 16:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A of a finger's length, breadth or thickness, ῥάβδοι Hp.Fract.30; κάραβοι Arist.HA549b10; τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr. ap. Gal. 13.1000: Astron., a digit in extent, Cleom. 2.3.    II possessing δάκτυλοι, δ. μέρη τοῦ σώματος, i.e. hands and feet, D.S.1.77.

German (Pape)

[Seite 520] einen Finger lang, dick, breit, Hipp. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλιαῖος: -α, -ον, ἔχων δακτύλου μῆκος, πλάτοςπάχος, ῥάβδοι Ἱππ. Ἀγμ. 771· κάραβοι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 17, 7.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que tiene el tamaño de un dedo ῥάβδους ... πάχος μὲν ὡς δακτυλιαίας Hp.Fract.30, cf. Thphr.Fr.172.2, D.S.18.26, κάραβοι ... λαμβάνονται πολλάκις ἐλάττους ἢ δακτυλιαῖοι Arist.HA 549b10, ξύλον ... τῷ ... πάχει δακτυλιαίαν ἔχον τὴν διάμετρον Plb.Plb.27.11.3, πλέονα τόπον δακτυλιαίου μάκεος Archim.Aren.2, δακτυλιαῖα μέρη τοῦ σώματος D.S.1.77, ἐν Ῥόδῳ δακτυλιαία γενήσεται ἡ ὁρωμένη τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.28, γέγονέ σου τὸ ψυχάριον ἀντὶ δακτυλιαίου δίπηχυ Arr.Epict.3.2.10, μήκη Gal.13.53, μεγέθη Aët.8.56 (p.496).

Greek Monolingual

-α, -ο (Α δακτυλιαῑος, -α, -ον) δάκτυλος
όποιος έχει μήκος, πλάτος ή πάχος ενός δακτύλου
αρχ.
φρ. «δακτυλιαῑα μέρη τοῦ σώματος» — τα χέρια και τα πόδια.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλιαῖος: величиной с палец (κάραβοι Arst.; μέρη τοῦ σώματος Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλιαῖος -α -ον [δάκτυλος] een vinger lang.