δυσεπίβατος
English (LSJ)
ον,
A hard to get at, D.S.1.69.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu betreten, D. Sic. 1, 69.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεπίβᾰτος: -ον, δυσπρόσιτος, Διόδ. 1. 69.
Spanish (DGE)
-ον
de difícil entrada o acceso χώρα ... τοῖς ξένοις D.S.1.69, cf. 17.82, Sch.Er.Il.15.28, Poll.1.171, ἀκρωτήριον Apollod.Poliorc.174.4.
Greek Monolingual
δυσεπίβατος, -ον (Α)
δυσπρόσιτος.
Russian (Dvoretsky)
δυσεπίβᾰτος: малодоступный или неприступный (ἡ χώρα τοῖς ξένοις Diod.).