καταστροφικῶς
English (LSJ)
Adv.
A by way of conclusion, Ath.10.453c.
Greek (Liddell-Scott)
καταστροφικῶς: ἐπίρ., κατὰ τὸν τρόπον στροφῆς ἢ συμπεράσματος, ἰδίως κατὰ τὸν τρόπον δραματικῆς καταστροφῆς, τὴν τελευτὴν κ. ποιεῖσθαι εἰς… Ἀθήν. 453C.
Adv.
A by way of conclusion, Ath.10.453c.
καταστροφικῶς: ἐπίρ., κατὰ τὸν τρόπον στροφῆς ἢ συμπεράσματος, ἰδίως κατὰ τὸν τρόπον δραματικῆς καταστροφῆς, τὴν τελευτὴν κ. ποιεῖσθαι εἰς… Ἀθήν. 453C.