τό, Dim. of sq.,
A model of a hut, κ. ἐλεφάντινον JHS41.196 (Delos, ii B. C.).
καλιάδιον, τὸ (Α) καλιάεπιγρ. (υποκορ. του καλιά) ομοίωμα καλύβας («καλιάδιον ἐλεφάντινον», επιγρ.).