κιστοειδής

Revision as of 16:51, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A shaped like a chest, Hsch.s.v. ὀγκίον.

German (Pape)

[Seite 1443] ές, kistenförmig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κιστοειδής: -ές, (κίστη) ἔχων τὸ σχῆμα κιβωτίου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὀγκίον.

Greek Monolingual

-ές (Α κιστοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κίστης, αυτός που μοιάζει με κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -ειδής (< εἶδος)].