ματτυάζω
English (LSJ)
A eat or dress a ματτύη, Alex.49.
Greek (Liddell-Scott)
ματτῠάζω: παρασκευάζω ματύας, ἢ ἐσθίω ματύην, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5.
A eat or dress a ματτύη, Alex.49.
ματτῠάζω: παρασκευάζω ματύας, ἢ ἐσθίω ματύην, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5.