τετράσωμος

Revision as of 18:42, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A suitable for holding four bodies, οἶκος MAMA1.235 (Laodicea Combusta).

Greek (Liddell-Scott)

τετράσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Μεταγεν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερα σώματα («τετράσωμος οἶκος», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. τρί-σωμος].