τοσουτοπλάσιος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A so many times as great, Iamb. in Nic.p.97 P.
Greek Monolingual
-ον, Α
τόσες πολλές φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσοῦτος + -πλάσιος].
[ᾰ], ον,
A so many times as great, Iamb. in Nic.p.97 P.
-ον, Α
τόσες πολλές φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσοῦτος + -πλάσιος].