ναοειδής
English (LSJ)
ές,
A in the form of a shrine, παστῆον SIG996.23 (Smyrna).
Greek Monolingual
ναοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα ναού, ναόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -ειδής].
ές,
A in the form of a shrine, παστῆον SIG996.23 (Smyrna).
ναοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα ναού, ναόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -ειδής].