ἀκτινοβολέω
English (LSJ)
A emit rays, φέγγος ἀ. Ph.1.638:—Pass., receive the rays of the sun, Isid.Char. ap. Ath.3.94a. II Astrol., of a planet, aspect from the left (opp. ἐφοράω, q. v.), Heph.Astr.1.16, Porph.Intr. p.189:—Pass., Vett.Val.116.22.
German (Pape)
[Seite 86] Strahlen werfen, Sp. im pass., ὑπὸ τοῦ ἡλίου, von der Sonne beschienen werden, bei Ath. III, 94 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτῑνοβολέω: βάλλω, διασκορπίζω ἀκτῖνας, Φίλων 1. 638. - παθ., δέχομαι τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, Ἰσίδ. Χαρ. παρ’ Ἀθην. 94Α, Εὐστ., κτλ. ἀκτινοβόλημα, τό, ἡ ἐκ τῶν ἀκτίνων γινομένη λάμψις, Γερμ. Β΄ Κωνστ/πόλεως, σ. 748, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): contr. -ῶ
1 emitir rayos, ἀστήρ Porph.in Ptol.189, ὁ θεὸς ἱερὸν φέγγος ἀκτινοβολεῖ Ph.1.638
•en pas. recibir los rayos ὑπὸ τοῦ ἡλίου Isid.Char.1.
2 astrol. estar en aspecto por la izquierda Vett.Val.195.24, Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.1.155, en v. pas. Vett.Val.134.31.