προκάρπιον

Revision as of 20:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A the part of the hand next the καρπός, Poll.2.142.

German (Pape)

[Seite 728] τό, die Vorderhand, Diosc., zw.

Greek (Liddell-Scott)

προκάρπιον: τό, τὸ μέρος τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ Πολυδ. Β΄, 142.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το πρόσθιο μέρος του χεριού μέχρι τον καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καρπός (ΙΙ) (πρβλ. μετα-κάρπιον)].