δειπνοσοφιστής

Revision as of 20:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one learned in the mysteries of the kitchen: in pl., title of work by Athenaeus.

German (Pape)

[Seite 541] ὁ, der beim Essen gelehrte Gespräche führt; -σταί, der Titel des Werkes des Athenäus.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοσοφιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐν τῷ δείπνῳ περὶ παντοίων ζητημάτων λόγον ποιούμενος· Δειπνοσοφισταί, Ἐπιγρ. τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀθηναίου.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
sabio de banquetes, sabio convival e.e., que expone durante un banquete sus conocimientos sobre éste y otros temas οἱ ἐν τῷ δείπνῳ ... ἐπιδημήσαντες δειπνοσοφισταί Ath.1c, cf. 2a
tít. de la obra de Ateneo, Ath.1a, cf. St.Byz.s.uu. Ἀκόναι, Γάγγρα, Sud.s.u. Ἀθήναιος.

Greek Monolingual

δειπνοσοφιστής, ο (Α)
1. αυτός που ξέρει καλά τα μυστικά της μαγειρικής
2. Δειπνοσοφισταί, οι
τίτλος έργου του Αθηναίου.