ἀσκάλιστος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A = ἀσκάλευτος, Sch.Theoc.10.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσκάλιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαλιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή.
[ᾰ], ον,
A = ἀσκάλευτος, Sch.Theoc.10.14.
-η, -ο (Μ ἀσκάλιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαλιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή.