κακοτροπεύομαι

Revision as of 21:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A deal perversely, πρός τινα Plb.5.2.9, cf. AB 354.

German (Pape)

[Seite 1304] = Folgdm, πρός τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτροπεύομαι: ἀποθ. τῷ ἑπομ., πρός τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.

Greek Monolingual

κακοτροπεύομαι (Α) κακότροπος
φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτροπεύομαι: нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).