κρύψορχις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A undescended testicles, Gal.19.448.
Greek (Liddell-Scott)
κρύψορχις: -εως, ὁ, ἔχων κεκρυμμένους τοὺς ὄρχεις, ἔχων αὐτοὺς ἐντὸς τῆς κοιλίας, Γαλην. 2. σ. 276.
εως, ἡ,
A undescended testicles, Gal.19.448.
κρύψορχις: -εως, ὁ, ἔχων κεκρυμμένους τοὺς ὄρχεις, ἔχων αὐτοὺς ἐντὸς τῆς κοιλίας, Γαλην. 2. σ. 276.