λευκωματικός

Revision as of 22:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A good for λεύκωμα 11.2, κολλούρια Paul.Aeg.3.22.

Greek Monolingual

λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.