μοσχάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of μόσχος (B),
A little calf, PSI6.600.4 (iii B. C.), LXX Ge.18.7, al., Arr.Epict.3.22.6.
German (Pape)
[Seite 209] τό, dim. von μόσχος, Kälbchen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μόσχος ΙΙ, ὡς καὶ νῦν, μικρὸς μόσχος, «μοσχαράκι», (Ἑβδ. Β΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 29).