παράμιλλος
English (LSJ)
ον,
A beyond rivalry, Astyd. Eleg.3. II entering into competition, κατὰ τὴν τῶν ἀποδείξεων ἀκρίβειαν Iamb.Comm.Math.23.
German (Pape)
[Seite 489] wetteifernd, Suid. v. σαυτὴν ἐπαινεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
παράμιλλος: -ον, ὁ ὑπὲρ ἅμιλλαν, πέραν ἁμίλλης, Ἀστυδάμας ἐν Bgk. Lyr. σ. 452 (Σουΐδ. ἐν λ. σαυτὴν ἐπαινεῖς..).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που είναι εκτός άμιλλας, εκτός συναγωνισμού, απαράμιλλος
2. αυτός που μετέχει σε διαγωνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμιλλα].