παλινσύλλεκτος

Revision as of 08:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A gathered again, Hsch., Phot. s.v. παλίλλογα.

German (Pape)

[Seite 450] bei Hesych. Erkl. von παλίλλογος.

Greek (Liddell-Scott)

παλινσύλλεκτος: -ον, ὁ ἐκ νέου συλλεχθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. παλίλλογα, Φώτ.

Greek Monolingual

παλινσύλλεκτος, -ον (Α)
αυτός που συνελέγη εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + συλλέγω.