ᾶ, ὁ, (πελλόσ
A old man, Hdn. Gr. 1.55 (πέλλας Hsch.).
πελλᾶς: ᾶ, ὁ, (πελλὸς) πρεσβύτης, γέρων, Ἀρκάδ. 22, Ἡσύχ.