κλήθρινος

Revision as of 10:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον,

   A of the alder, ξύλα Ath.Mech.17.15 (κλείθρ- codd.).

Greek Monolingual

κλήθρινος, -ίνη, -ον (Α) κλήθρα
αυτός που προέρχεται από το δέντρο κλήθρα («ξύλα κλήθρινα», Αθήν. Μηχ.).