κυριολεκτέω

Revision as of 10:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A use words in their proper or literal sense, Alex.Aphr. in SE166.6; opp. τροπολεκτεω, in Pass., Eust.633.26, 836.58; κυριολεκτῶν, opp. καταχρηστικῶς, Phlp. in de An.490.19.

German (Pape)

[Seite 1536] ein Wort in eigentlicher Bedeutung brauchen, Ggstz von τροπολογέω; auch = ein Wort vorzugsweise von einem einzigen Gegenstande brauchen; Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

κῡριολεκτέω: μεταχειρίζομαι κυριολεκτικὰς φράσεις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροπολεκτέω, Εὐστ. 633. 26., 836. 58, κτλ. ΙΙ. καλῶ μὲ τὸ ὄνομα Κύριος, Ἰουστῖν. Μ.