κωμῳδητέον
English (LSJ)
A one must ridicule, Aristid.Or.29(40).25.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῳδητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ κωμῳδέω, δεῖ κωμῳδεῖν, Ἀριστείδ. 1. 510.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de κωμῳδέω.
A one must ridicule, Aristid.Or.29(40).25.
κωμῳδητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ κωμῳδέω, δεῖ κωμῳδεῖν, Ἀριστείδ. 1. 510.
adj. verb. de κωμῳδέω.