λυγίζομαι
English (LSJ)
Pass., (λύγη)
A to be hidden, λυγίσασθαι· κρυβῆναι, Theog- nost.Can.22.
Greek (Liddell-Scott)
λυγίζομαι: Παθ. (λύγη) κρύπτομαι, «λυγίσασθαι, κρυβῆναι» Θεογνώστ. Καν. ἐν Ἀν. Ὀξ. τ. 2, σ. 22. 4.
Pass., (λύγη)
A to be hidden, λυγίσασθαι· κρυβῆναι, Theog- nost.Can.22.
λυγίζομαι: Παθ. (λύγη) κρύπτομαι, «λυγίσασθαι, κρυβῆναι» Θεογνώστ. Καν. ἐν Ἀν. Ὀξ. τ. 2, σ. 22. 4.