λουτιάω
English (LSJ)
Desiderat. of λούω,
A wish to bathe, Luc.Lex.2.
Greek (Liddell-Scott)
λουτιάω: ἐφετικόν, ἐπιθυμῶ νὰ λουσθῶ, κἀγὼ τρίπαλαι λουτιῶ Λουκ. Λεξιφ. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir envie de se baigner.
Étymologie: λούω.
Russian (Dvoretsky)
λουτιάω: иметь желание купаться Luc.