μεταιβολία

Revision as of 11:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A change of mind, prob. in Simon.37.17.

Greek (Liddell-Scott)

μεταιβολία: ἡ, μεταβολὴ φρονήματος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Σιμων. 7. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μεταβουλία, ματαιβουλία.