πελεκισμός

Revision as of 11:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A death by the axe, D.S.32.26 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

πελεκισμός: ὁ, θάνατος διὰ πελέκεως, Διοδ. Ἀποσπ. Maii σ. 95.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΑ πελεκίζω
αποκεφαλισμός με πέλεκυ.

Russian (Dvoretsky)

πελεκισμός: ὁ обезглавливание Diod.