πολυβόειος
English (LSJ)
ον,
A covered with many oxhides: Ep. fem. πουλυβόεια Q.S.3.239 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 660] poet. πουλυβόειος, Qu. Sm. 3, 238, ἀσπίδα πουλυβοείαν, aus vielen Ochsenhäuten (βοεία) bestehend.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβόειος: -ον, ὁ διὰ πολλῶν βοείων δερμάτων κεκαλυμμένος· Ἐπικ. θηλ. πουλυβόεια, ἀσπίδα πουλυβόειαν Κόϊντ. Σμ. 3. 329.
Greek Monolingual
-ον και επικ. τ. πολυβόειος, -εία, -ον, Α
καλυμμένος με πολλά δέρματα βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βόειος (< βοῦς), πρβλ. αργι-βόειος.