ποδίκροτος
English (LSJ)
ον,
A clanking on the feet, ἅμμα APl.1.15*.
German (Pape)
[Seite 643] mit den Füßen schlagend, stampfend? – Aber ἅμμα ist = an die Füße angeschmiedet, Beinschelle, Ep. ad. 413 (Plan. 15 *).
Greek (Liddell-Scott)
ποδίκροτος: -ον, ὁ συγκεκολλημένος εἰς τοὺς πόδας, ἅμμα Ἀνθ. Πλαν. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne autour des pieds.
Étymologie: πούς, κροτέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. του πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].
Greek Monotonic
ποδίκροτος: -ον, αυτός που έχει ενωμένα πόδια, σε Ανθ.