σελαχώδης

Revision as of 12:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A of or like the tribe of σελάχη, ἰχθύες Arist.HA 540b15, PA669b36, 696b26, al.

German (Pape)

[Seite 870] ες, = σελαχοειδής; Arist. H. A. 2, 13; Ath. VII c. 30.

Greek (Liddell-Scott)

σελᾰχώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν τάξιν τῶν σελαχοειδῶν ἢ ὅμοιος πρὸς τὰ σελάχη· ἰχθύες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 5, π. Ζ. Μορ. 3. 7, 5., 4. 13, 20, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σέλαχος (ΙΙ)]
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών σελαχών
2. όμοιος με σέλαχος.

Russian (Dvoretsky)

σελᾰχώδης: близкий к хрящевым (ἰχθύες Arst.).