οἰωνόβρωτος

Revision as of 12:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

ον,

   A to be eaten of birds, Phld.Mort.33, Str.15.3.20 (v.l.-βοτος), LXX 2 Ma.9.15, 3 Ma.6.34, Hsch., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ ὀρνέων βρωθείς, ὀρνεόβρωτος, Στράβ. 735 (διάφορ. γραφ. -βοτος), Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ι΄, 15, Γ΄, 6, 34), Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

οἰωνόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που καταφαγώθηκε από όρνεα, από οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, κυνό-βρωτος].