ταὐτοποιός
English (LSJ)
όν,
A creating identity, Procl. in Cra.p.20 P., Dam.Pr.305, al.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὰ αὐτά, Πρόκλ. ἐν τοῖς Α. Β. 1422.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που κάνει τα ίδια πράγματα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -ποιός].