οὐδετέρωθι

Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A in neither place, Simp. in Cael.4.1.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδετέρωθι: Ἐπίρρ., κατ’ οὐδέτερον μέρος, Σιμπλίκιος ἐν Mus. Phil. Cambr. 2. 591.

Greek Monolingual

οὐδετέρωθι (Α)
επίρρ. σε κανένα από τα δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. εκατέρω-θι)].