παλινδορία
English (LSJ)
ἡ,
A mending of shoes: hence in concrete, mended shoes, Pl.Com.164, cf. Poll.6.164.
German (Pape)
[Seite 450] ἡ, Leder zu Schuhsohlen, Poll. 6, 164; Plat. comic. bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
παλινδορία: ἡ, εἰργασμένον δέρμα, σκύτος χρήσιμον διὰ πέλματα πεδίλων, Πλάτων. Κωμ. ἐν «Σύφρακι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 164, Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. προοιμ.
Greek Monolingual
παλινδορία, ἡ (Α)
1. κατεργασία δέρματος για πέλματα υποδημάτων
2. (με περιλπτ. σημ.) μπαλωμένα παπούτσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δορία (< -δόρος < δορά)].