παρεναλλάσσομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be interchanged, Id.Phil.Hist.19.
Greek (Liddell-Scott)
παρεναλλάσσομαι: Παθ., ἐναλλάσσομαι, Γαλην. τ. 19, σελ. 245, 2.
Pass.,
A to be interchanged, Id.Phil.Hist.19.
παρεναλλάσσομαι: Παθ., ἐναλλάσσομαι, Γαλην. τ. 19, σελ. 245, 2.