πλανησίεδρος

Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ἕδρα)

   A having a wandering seat, i.e. moving about freely, of the knee-pan, Arist.HA494a5.

German (Pape)

[Seite 624] von umherschweifendem, unstätem Sitze, Arist. H. A. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνησίεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων ἕδραν κινητήν, δηλ. ἐλευθέρως κινούμενος, ἐπὶ τῆς ἐπιγονατίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την επιγονατίδα) αυτός που έχει κινητή έδρα, που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ δὲ πλανησίεδρον μύλη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < πλάνησις + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πολύ-εδρος].

Russian (Dvoretsky)

πλᾰνησίεδρος: блуждающий, подвижной Arst.