φλέϊνος

Revision as of 14:08, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον,

   A made from the plant φλέως, Phryn.262.

German (Pape)

[Seite 1291] von der Pflanze φλέως gemacht, s. Lob. zu Phryn. 293.

Greek (Liddell-Scott)

φλέϊνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ τοῦ φυτοῦ φλέω (ἴδε ἐν λ. φλέως), Φρύνιχ. 293, ἔνθα ἴδε Λοβέκ.

Greek Monolingual

-ΐνη, -ον, Α
κατασκευασμένος από το φυτό φλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέως «είδος φυτού» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].