φοιβητεύω

Revision as of 14:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be a prophet, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1295] ein φοιβητής sein, prophezeien, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβητεύω: εἶμαι φοιβητής, «φοιβητεύειν· χρησμῳδεῖν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α φοιβητός
(κατά τον Ησύχ.) είμαι προφήτης.