τριχάρακτος

Revision as of 14:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[χᾰ], ον, (χαράσσω)

   A divided in three places, πίναξ τ. ζώναις Ps.-Callisth. 1.4.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχάρακτος: [χᾰ], -ον, ὁ κεχαραγμένος εἰς τρία, Ψευδοκαλλισθένης σ. 4, σημ. 3.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
χαραγμένος ή χωρισμένος στα τρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. δι-χάρακτος].