ἀποσκόπιος

Revision as of 14:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A far from the mark, ἀ. ἀφάμαρτον App.Anth. 3.59 (Ptol.).

German (Pape)

[Seite 325] vom Ziele ab, ἀφάμαρτον Ptolem. ep. 1 (App. 70).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκόπιος: -ον, μακρὰν τοῦ σκοποῦ, ἀποσκόπιοι δ’ ἀφάμαρτον Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’écarte du but.
Étymologie: ἀπόσκοπος.

Spanish (DGE)

-ον
lejos del blanco ἀφάμαρτον Ptol.SHell.712.3 (ap. crít.).

Greek Monotonic

ἀποσκόπιος: -ον (σκοπός), αυτός που αποτυγχάνει στο σημάδι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκόπιος: бьющий мимо цели (ἀφάμαρτον Anth.).

Middle Liddell

σκοπός
far from the mark, Anth.