ἐναποικοδομέω

Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A enclose by a wall, τινά Polyaen.8.51.

German (Pape)

[Seite 828] darin verbauen, einmauern, Polyaen. 8, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποικοδομέω: περικλείω τινὰ διὰ τοίχου, καὶ τὸν προδότην (Παυσανίαν) ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Πολύαιν. 8. 51.

Spanish (DGE)

emparedar τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν Polyaen.8.51.