ἐπίπταισμα

Revision as of 14:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A snap of the fingers, Ar.Fr.773 (pl.).

German (Pape)

[Seite 973] τό, = ἐπίπαισμα, Arist. bei Poll. 2, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπταισμα: τό, ἐπίπαισμα, κροῦσμα τῶν δακτύλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 609· πρβλ. ἐπίπαισμα.

Greek Monolingual

ἐπίπταισμα ή ἐπίπαιμα, τὸ (Α) πταίσμα
κρούση, χτύπημα με τα δάχτυλα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπταισμα: ατος τό удар, ушиб Arph.