ῥεθομαλίδας

Revision as of 14:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ὁ, (μῆλον (B))

   A with cheeks like apples, Alc.150.

German (Pape)

[Seite 837] ὁ, mit einem Apfelgesicht, apselwangig, mit runden, rothen Wangen, Alcae. lyr. b. VLL.; vgl. Schol. Il. 22, 68, wo es durch εὐπρόσωπος erkl. wird.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σα μήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέθος «πρόσωπο» + μᾱλον / μῆλον + κατάλ. -ίδης].