ον,
A of vine or vineyard, Suid.
[Seite 128] ον, vom Weinstock, Suid.
ἀμπέλειος: -α, -ον, = ἀμπέλινος, «ἀμπέλειος βότρυς», Σουΐδ.
-ον de la vid βότρυς Sud., cf. Hdn.Gr.2.443.