A wet or soak with, Gp.13.1.7.
[Seite 705] darin benetzen, Geop.
ἐγκαταβρέχω: ἐγκαταβρέχω τὸ ἐσωτερικὸν κοιλώματος ἢ βόθρου, Γεωπ. 13. 1, 7.
mojar, bañar τούτους ἐγκαταβρέξαι τῷ γάρῳ Gp.13.1.7.