ἐλαττονάκις

Revision as of 15:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A fewer times, multiplied by a less number, opp. πλεονάκις, Pl.Tht.148a.    2 less frequently, Arist.Mete.368b25.

German (Pape)

[Seite 790] seltener, weniger oft; Plat. Theaet. 148 a; Arist. Probl. 5, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαττονάκις: ἐπίρρ., «ὀλιγώτεραις φοραῖς», ἀντίθετον τῷ μειζονάκις καὶ πλεονάκις. πᾶς (ἀριθμός) ὃς ἀδύνατος ἴσος ἰσάκις γενέσθαι, ἀλλ’ ἢ πλείων ἐλαττονάκιςἐλάττων πλεονάκις γίγνεται Πλάτ. Θεαίτ. 148ΑϏ ὀλιγώτερον, σπανιώτερον, Ἀριστ. Προβλ. 5. 22.

Greek Monolingual

ἐλαττονάκις (Α)
επίρρ.
1. λιγότερες φορές
2. σπανιότερα.